απαπέξω

απαπέξω
επίρρ.
απέξω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απέξω — κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ. 1. έξω από 2. από το έξω μέρος νεοελλ. 1. από το εξωτερικό 2. από μνήμης, από στήθους μσν. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ έξω, απ όξω (< φρ. απ έξω με προληπτική αφομοίωση του ε )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”